Garry Winogrand
Ο Garry Winogrand, Εβραίος στην καταγωγή, γεννήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 1928 στο Bronx της Νέας Υόρκης. Μετά από τη διετή στρατιωτική του θητεία σπούδασε ζωγραφική στο City College της Νέας Υόρκης και ζωγραφική και φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο Columbia το 1948. Επίσης, παρακολούθησε μαθήματα φωτοδημοσιογραφίας με δάσκαλο τον Alexey Brodovich στο The New School for Social Research στη Νέα Υόρκη το 1951.
Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του εργάστηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας. Η πρώτη του αξιοσημείωτη παρουσία ήταν στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης το 1963, μαζί με τον Minor White, George Krause, Jerome Liebling and Ken Heyman. Αποφασιστικό ρόλο στη δημιουργία του προσωπικού του στυλ έπαιξε η γνωριμία του με το έργο τού Henri-Cartier Bresson, τού Walker Evans και τού Robert Frank.
Το 1969 εξέδωσε το βιβλίο "The Animals", προϊόν των περιπλανήσεών του με τα παιδιά του σε διάφορους ζωολογικούς κήπους τη δύσκολη εποχή τού χωρισμού του με την πρώτη γυναίκα του.
Την ίδια εποχή δουλεύει το θέμα που είχε προτείνει στο ίδρυμα Guggenheim, που είναι «η επίδραση των μαζικών μέσων ενημέρωσης στα γεγονότα», ενώ παίρνει και μια δεύτερη υποτροφία. Ως το 1976 τράβηξε περί τα 700 φιλμ και τύπωσε περίπου 6.500 φωτογραφίες μερικές απ’ τις οποίες θα καταλήξουν σε μια έκθεση και στο γνωστό βιβλίο του "Public Relations".
Το 1952 παντρεύτηκε την πρώτη και μεγάλη του αγάπη, την Adrienne Lubow. Θα αποκτήσει δύο παιδιά αλλά η σχέση τους θα καταλήξει σε χωρισμό, γεγονός που δεν ξεπέρασε ποτέ. Θα ακολουθήσει ένας σύντομος δεύτερος γάμος και μετά και ένας τρίτος το 1972 που θα τού χαρίσει μία τρίτη κόρη.
Το 1973 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Austin τού Texas και δίδαξε εκεί. Η καλύτερη δουλειά του τής περιόδου δημοσιεύτηκε στο "Stock Photographs". Το 1975 θα εκδοθεί μία άλλη δουλειά του που είχε ήδη αρχίσει πολλά χρόνια πριν, το "Women Are Beautiful".
Παράλληλα οι ατομικές εκθέσεις του στις Η.Π.Α αλλά και στο εξωτερικό πολλαπλασιάζονται συνεχώς. Το 1977 εγκαταστάθηκε στο Los Angeles. Την ίδια χρονιά πήρε και μιαν άλλη υποτροφία Guggenheim και αποφάσισε να φωτογραφίσει την πόλη αυτή.
Πέθανε από καρκίνο το 1984, σε ηλικία 56 ετών. Μέχρι το θάνατό του, τριγύριζε τους δρόμους με την προεστιασμένη Leica 35 mm, χρησιμοποιώντας ευρυγώνιο φακό, φωτογράφιζε ασταμάτητα ό,τι έβλεπε μπροστά του, γεγονός που επιδεινώνεται το 1982 με την αγορά ενός motor drive για την Leica του. Κληροδότησε περίπου 300.000 αδημοσίευτες φωτογραφίες και περισσότερα από 2.500 ρολά φιλμ. Πολλές από αυτές τις εικόνες δημοσιεύτηκαν και εκτέθηκαν αργότερα από το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Ίσως θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη ζωή και το έργο τού Garry Winogrand με ένα απόσπασμα από την ολιγόλογη αίτησή του για την πρώτη χορηγία Guggenheim που είχε υποβάλλει το 1963, λίγο μετά την κρίση τής Κούβας. «Κοιτάω τις φωτογραφίες που έχω κάνει ως τα τώρα, και με κάνουν να νοιώθω ότι πραγματικά δεν έχει καμμία σημασία ούτε το ποιοι είμαστε ούτε το τι νοιώθουμε ούτε το τι θα απογίνουμε. Οι επιθυμίες μας και οι επιτυχίες μας υπήρξαν φτηνές και ευτελείς. Διαβάζω τις εφημερίδες... κάποια βιβλία. Κοιτάω τα περιοδικά. Όλα ασχολούνται με ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις. Το μόνο που μπορώ να συμπεράνω είναι ότι πάμε χαμένοι και ότι η βόμβα μπορεί να μάς αποτελειώσει οριστικά, αλλά δεν πειράζει, αφού δεν αγαπήσαμε τη ζωή. Δεν μπορώ να δεχτώ τα πιο πάνω συμπεράσματα, κι έτσι πρέπει να συνεχίσω την φωτογραφική έρευνα πιο βαθιά. Αυτό είναι το σχέδιό μου.»
ΠΛΑΤΩΝ ΡΙΒΕΛΛΗΣ
Αποσπασματα απο το βιβλιο του Εισαγωγη στην καλλιτεχνικη φωτογραφια
"Όσο
πιο πολυ προχωράς στη φωτογραφία,τόσο πιο πολύ ανακαλύπτεις ότι αυτό
που κρύβει είναι καταπληκτικό.Ενώ αν μείνεις σε μια αποτύπωση της
πραγματικότητας,αρχίζεις να βαριέσαι.Φτάνεις σε ένα αδιέξοδο.Όχι
τεχνικό.Μετά το χιλιοστό λουλούδι,μετά το χιλιοστό τοπίο,μετά τη
χιλιοστή κοπέλα δεν καταλαβαίνεις πια που οδηγείσαι.Τι την κάνεις τόση
"ομορφιά" που έχεις μαζέψει?Με το ψάξιμο αυτό φτάνουμε στην πνευματική
ηδονή που σου δίνει η κατανόηση μιας χαράς,που βρίσκεται κρυμμένη και
χρειάζεται κόπος να την ανακαλύψεις..."
"...γιατι τοσο πολύ εσείς οι καλλιτέχνες ειστε συνέχεια με το δάκρυ στο μάτι και τη μαυρίλα στην ψυχή?
Ο
θανατος στη ζωη και στην τεχνη ειναι κατι εκπληκτικα χρησιμο.Τα
πράγματα στη ζωή μας ορίζονται από τα αντίθετά τους.Η ευτυχία ορίζεται
από τη συνείδηση του θανάτου.Η σκιά είναι αυτή που δείχνει το φως.Η
τέχνη υπάρχει λόγω θανάτου γιατί είναι,αν θέλετε,μια πνευματική απάντηση
στο θάνατο,άρα απάντηση για τη ζωή."
"Ο
φωτογράφος θα χρησιμοπoιήσει σαν πρωτη ύλη τον ορατό κόσμο.Εαν μείνει
στην καταγραφή του,απέτυχε.Διότι κανείς δε θέλει τον καλλιτέχνη να του
περιγράφει τη ζωή.Τη ζωή την έχουμε.Καλή ή κακή είναι το μόνο που
έχουμε.Θέλω να πεις τι σχέση έχεις εσυ με τον κόσμο.Τα ίδια πράγματα
έβλεπε και ο Kertesz και ο Bresson αλλά ο κόσμος του Kertesz ειναι
διαφορετικός από αυτόν του Bresson."
"Η εκμάθηση μιας καλλιτεχνικής γλώσσας αποτελεί χρέος το ίδιου του ατόμου,της οικογένειάς του και της πολιτείας.Η παιδεία αυτή είναι ικανή να φέρει στην επιφάνεια τον καλύτερό μας εαυτό και να δημιουργήσει βαθιά ελεύθερα άτομα,γεγονός που δεν καταφέρνουν οι τεχνικές γνώσεις με τις οποίες αφειδώς μας βομβαρδίζουν.Ειναι πιθανόν αυτό το τελευταίο να αποτελεί και το λόγο για τον οποίο οι πολιτείες με τόση φειδώ και δυσπιστία την παρέχουν..."
Robert Frank
Ο Robert Frank γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη εβραϊκή οικογένεια στη Ζυρίχη της Ελβετίας, στις 9 Νοεμβρίου 1924. Αν και ζούσαν ασφαλείς στην Ελβετία, πάντα υπήρχε ο φόβος των Ναζιστών. Ο Robert ασχολήθηκε με τη φωτογραφία, εν μέρει για να αποφύγει την εργασία στην οικογενειακή επιχείρηση. Εκπαιδεύτηκε από μερικούς φωτογράφους και ετοίμασε το πρώτο βιβλίο, που ήταν χειροποίητο, το 1946 με τον τίτλο “40 Fotos”.
Η αρχική του καλή εντύπωση για τη ζωή στις ΗΠΑ εξανεμίστηκε όταν
συνειδητοποίησε τον τρόπο ζωής των αμερικανών, που έδινε ιδιαίτερη
σημασία στα χρήματα και ήταν ψυχρή και γεμάτη μοναξιά. Αυτή η εντύπωση
τον επηρέασε στο φωτογραφικό του έργο. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα με
τον έλεγχο που ασκούσαν οι εκδότες των περιοδικών στις φωτογραφίες του.
Μετακόμισε για λίγο στο Παρίσι, το 1950. Το 1953 επέστρεψε στη Νέα
Υόρκη, εργαζόμενος ως ελεύθερος επαγγελματίας για διάφορα περιοδικά.
Με τη βοήθεια του Walker Evans, που ασκούσε τότε μεγάλη επιρροή, ο Frank
εξασφάλισε μια δουλειά από το Ίδρυμα John Simon Guggenheim Memorial
Foundation το 1955. Το project προέβλεπε ταξίδι σε όλες τις ΗΠΑ και
φωτογραφική καταγραφή της κοινωνίας. Για τα επόμενα δυο χρόνια ο Frank
ταξίδευε με την οικογένειά του και συνολικά τράβηξε 28.000 φωτογραφίες.
Από αυτές μόνο 83 επιλέχτηκαν για το βιβλίο “The Americans”. Το ταξίδι
του είχε και απρόοπτα: στο Arkansas μπήκε σχεδόν χωρίς λόγο στη φυλακή,
ενώ στο Νότο κάποιος αστυνομικός του έδωσε διορία μια ώρα να φύγει από
την πόλη.
Με την επιστροφή του στη Νέα Υόρκη το 1957 συναντά τον Jack Kerouac, ο
οποίος είδε τις εικόνες του Frank και έγραψε μια εισαγωγή για την
αμερικανική έκδοση του “The Americans”. Ο Frank έγινε φίλος του ποιητή
Allen Ginsberg, μέσω του οποίου γνώρισε και τους μπίτνικ. Ένιωσε την
ανάγκη να καταγράψει την τάση αυτή και δημιούργησε φωτογραφίες με
ιδιαίτερο κάδρο, χαμηλό φωτισμό και ασυνήθιστη εστίαση. Η τεχνοτροπία
αυτή δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από τους εκδότες και τα βιβλία άργησαν να
κυκλοφορήσουν. Την επιτυχία των βιβλίων ενίσχυσε ο εισαγωγή των Kerouac
και το έντονο ενδιαφέρον της εποχής για το κίνημα των μπίτνικ. Με τον
καιρό, το “The Americans” έγινε το σήμα κατατεθέν του Robert Frank,
σημείο αναφοράς στη φωτογραφία και επηρέασε άλλους φωτογράφους. Το 1961
έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στο Art Institute of Chicago και το
1962 έκανε έκθεση στο Museum of Modern Art της Νέας Υόρκης.
Το βιβλίο “The Americans” επανακυκλοφόρησε το 2007 με νέο εξώφυλλο,
διαφορετικό τύπωμα των φωτογραφιών, από τις οποίες μερικές κροπαρίστηκαν
διαφορετικά, ενώ 2 φωτογραφίες άλλαξαν τελείως.
Ο Robert Frank ασχολήθηκε και με τον κινηματογράφο. Γύρισε την ταινία
“Pull my Daisy” το 1959, με σενάριο και αφήγηση του Kerouac και ηθοποιό
τον Ginsberg. Η ταινία θεωρούνταν ένα αριστούργημα αυτοσχεδιασμού, μέχρι
το 1968, που ο συν-σκηνοθέτης της ταινίας αποκάλυψε ότι τα πάντα είχαν
σχεδιαστεί και μελετηθεί προσεκτικά από πριν, ενώ χρησιμοποιήθηκε και
επαγγελματισμός φωτισμός.
Η πιο γνωστή του ταινία είναι το “Cocksucker Blues”, που αναφέρεται στην
περιοδεία του συγκροτήματος Rolling Stones το 1972, δείχνοντας το sex
και τα ναρκωτικά που κυριαρχούσαν. Αυτό που ενόχλησε το ίδιο το
συγκρότημα είναι ότι στο φιλμ τονίζονταν η μοναξιά και η μιζέρια της
ζωής στο δρόμο. Φωτογραφίες του εμφανίζονται και στο εξώφυλλο του album
των Rolling Stones "Exile on Main St".
Aν και συνέχισε να ασχολείται με τον κινηματογράφο, ο Frank ασχολήθηκε
ξανά με τη φωτογραφία τη δεκαετία του 1970, δημοσιεύοντας το 2ο βιβλίο
του “The Lines of my Hand” το 1972. Έχοντας αφήσει τη φωτογραφία δρόμου,
ασχολείται πλέον κυρίως με still life και κολάζ. Το νέο έργο του δεν
γνώρισε μεγάλη επιτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου